- μεταποιητικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στη μεταποίηση: Μεταποιητική τεχνική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μεταποιητικός — ή, ό (Μ μεταποιητικός, ή, όν) [μεταποιώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταποίηση ή αυτός που είναι κατάλληλος για μεταποίηση 2. αυτός που έχει κλίση προς την αλλαγή. επίρρ... μεταποιητικώς και ά (Μ μεταποιητικῶς) με μεταποιητικό τρόπο, με … Dictionary of Greek